- ανέλκωσις
- (-εως) η изъязвление, образование язвы
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀνελκώσεως — ἀνελκώσεω̆ς , ἀνέλκωσις suppuration fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνέλκωσι — ἀνέλκω draw up pres subj act 3rd pl ἀνέλκωσις suppuration fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)